Ήταν για μας μια όμορφη συνήθεια, αυτό το απογεματινό μας μάζωμα στο μικρό καφενεδάκι του κυρ-Βασίλη του Θυνιάτη, πάνω στην πλατεία της μικρής μας πόλης. Πιάναμε εφτά, οχτώ καρέκλες, ξαπλώναμε σ΄αυτές και παραγγέλναμε δυό γλυκίβραστα καφεδάκια..
-...Κι΄όχι τσιγκουνιά στη ζάχαρη, έτσι;
-…Και σε χοντρά φλυτζάνια, πειράζαμε τον Χοντρολαίμη, το ψευτογκαρσόνι του καφενέ.
Βλέπεις τα οικονομικά μας δεν μας επέτρεπαν περισσότερα. Δυο καφεδάκια για εφτά, οχτώ από μας, ήταν ότι έπρεπε. Μια δυο ρουφηξιές ο καθένας μας και ξάπλες.
Η αλήθεια είναι ότι ούτε ο κυρ-Βασίλης αλλά πιο πολύ ούτε ο Χοντρολαίμης μας έβλεπαν με καλό μάτι. Όμως ο μεν πρώτος μας ανεχόταν γιατί εκεί ήταν και το στέκι των πατεράδων μας, ο δε Χοντρολαίμης φοβόταν την σωματική του ακεραιότητα, αφού έβλεπε ανάμεσά μας τον Θεόφιλο, που στα δεκαοχτώ του χρόνια είχε περάσει τα δυο μέτρα και τον Ντίνο που κείνη την εποχή των οκάδων ξεπερνούσε τις εκατό. Κι έτσι δεν είχε καμιά αντίρρηση στις παραγγελίες μας, παρόλα τα μουρμουρητά του.
Εκεί λοιπόν στις καρέκλες του καφενέ του Θυνιάτη, μαζευόμαστε κάθε απόγεμα και αφήναμε τα όνειρά μας να απλωθούν ένα γύρω.
Ήταν πριν λίγες μέρες που αφήσαμε τα θρανία της τελευταίας τάξης του γυμνασίου και βρεθήκαμε να κοιτάζουμε το μέλλον μας κατάματα. Όμως ποιο μέλλον;
Πριν ένα χρόνο είχε τελειώσει ο Εμφύλιος. Ο ξενόφερτος αδελφοπόλεμος, που σώριασε πάνω στην πατρίδα μας ακόμα πιο πολλά ερείπια πάνω στους σωρούς που είχε αφήσει στο πέρασμά του ο Β! Παγκόσμιος πόλεμος.
Οι πιο πολλοί από μας είχαμε τους πατεράδες μας και άλλους συγγενείς σε φυλακές και εξορίες. Στη μικρή μας πόλη δεν υπήρχε ούτε ένα σπίτι που να μην του λείπει κάποιος. Κι εμείς προσπαθούσαμε να κοιτάξουμε μπροστά. Να δούμε κάτι. Να δούμε που θα προχωρήσουμε. Εκεί στο μικρό καφενεδάκι του κυρ - Θυνιάτη κάναμε όνειρα για το μέλλον.
- Μην δειλιάζετε ρε σεις. Μην τα βάζετε κάτω. Κάτι θα φέξει και για μας.
Λόγια παρηγοριάς από τον Νίκο, τον θαρραλέο της παρέας.
- Ώσπου να φέξει ρε συ θα τα΄χουμε τινάξει. Βλέπεις τι υπάρχει γύρω μας; ήταν τα λόγια που απαντούσε ο Ντίνος ο χοντρός.
- Εσύ δεν έχεις ανάγκη ρε, τον πείραζε ο Θεόφιλος ο ψηλός. Με το πάχος που διαθέτεις αντέχεις για λίγα χρόνια.
Κι΄ο Ντίνος ξεσπούσε σε φωνές σαν μας έβλεπε να γελάμε.
- Ρε σεις, έμπαινε στη μέση ο Αλέκος, ας κοιτάξουμε λίγο σοβαρά τα πράματα. Καταλαβαίνετε τι έχουμε να συναντήσουμε μπροστά μας μετά από τόσα που πέρασε τούτη η χώρα. Δεν βλέπω να μπορέσουμε να δούμε τα όνειρά μας, τα σχέδια μας, το μέλλον μας να γίνεται κάτι.
Κι΄ήτανε τότε που κάπως σοβαρευόμασταν και οι σκέψεις πικρές έμοιαζαν να κυλάνε στο μυαλό μας. Στ΄ αλήθεια σαν τι μπορούσαμε να κάνουμε όταν στα περισσότερα από τα σπίτια μας δεν υπήρχε ούτε φαΐ; Τι μπορούσαμε να περιμένουμε όταν οι πατεράδες και τα μεγαλύτερα αδέλφια των περισσότερων από μας βρίσκονταν στις φυλακές και στα ξερονήσια; Και τότε ήταν που για ώρες μέναμε αμίλητοι μοιάζοντας έτσι να μην έχουμε σε τούτη τη ζωή κανένα δικαίωμα.
Κάπως έτσι κυλούσαν τ΄απογέματα κείνο το καλοκαίρι, στις καρέκλες στον καφενέ του κυρ-Βασίλη του Θυνιάτη. Και μετά βόλτα στον κεντρικό δρόμο, με πειράγματα στα κοριτσόπουλα και μια ζωή στερήσεις.
Σαν έφτασε το φθινόπωρο, ο Νίκος χαρούμενος κάποιο απόγεμα μας έσκασε το μεγάλο νέο.
- Μάγκες φεύγω.
- Τι έγινε ρε, ακούστηκε μια κραυγή από όλους μας και πέσαμε πάνω του. Είδε κι΄έπαθε να ξεφύγει από τα χέρια μας,
- Ο πατέρας μου, κατάφερε ένα θειό μου, ξάδελφό του, να με πάρει στην Αθήνα, στη δουλειά του. Πουλάει ρούχα σ΄ένα μέρος που είναι παλιατζίδικα. Θα μου δίνει κάτι και θα μένω μέσα στο μαγαζί να κοιμάμαι.
Τον κοιτάζαμε όλοι με μια ζήλια και απορία ζωγραφισμένη στα πρόσωπά μας.
-Και τα όνειρά σου, τι γίνανε ρε φίλε; τον ρώτησε ο Πέτρος.
Ξέραμε πως όλη του τη ζωή έκανε όνειρα να σπουδάσει φωτογραφία, για να δουλέψει στον κινηματογράφο. Ώρες ατέλειωτες μας μιλούσε γι΄αυτή τη δουλειά κι΄έκανε σχέδια να φτάσει ψηλά.
- Τα όνειρά μου; μίλησε ψιθυριστά ο Νίκος κι΄έσκυψε το κεφάλι του.
Κάποιο πρωινό ο Νίκος έφυγε. Μέσα σε δυο σακούλια είχα κλείσει όλα τα όνειρά του και μας αποχαιρετούσε από το παράθυρο του τραίνου.
Στ΄ αλήθεια νοιώσαμε την παρέα μας να μικραίνει. Όμως έπρεπε όλοι μας κάποια στιγμή να ξεκινήσουμε.
Και τ΄απογέματα στο καφενείο του κυρ-Βασίλη έμοιαζαν πλέον να μας πνίγουν.
Κάπως έτσι σαν τον Νίκο αρχίσαμε ένας ένας να φεύγουμε. Ένας - δύο μπήκαν στη σχολή Εμποροπλοιάρχων. Όχι πως τους άρεσε το επάγγελμα, αλλά εξασφάλιζαν φαγητό, ρούχα και χαρτζιλίκι. Ο Θεόφιλος βρέθηκε στην Αυστραλία. Ο Τάσος έφυγε εργάτης στη Γερμανία. Η πατρίδα μας έπνιγε τα παιδιά της.
Κι΄ήρθε μια μέρα που είχα απομείνει μόνος στις καρέκλες του κυρ-Βασίλη. Κι΄ήταν τότε που ο Χοντρολαίμης, το ψευτογκαρσόνι, άρχισε να μου δείχνει κάποια συμπάθεια. Μάλιστα κάποια μέρα κατάλαβε πως δεν υπάρχει φράγκο στην τσέπη και με κέρασε έναν καφέ.
Και τότε πήρα την μεγάλη απόφαση. Πήρα το δρόμο της φυγής.
Βρέθηκα στη Αθήνα ψάχνοντας να βρω κάτι για να ξεκινήσω. Στην αρχή κουβαλούσα βαλίτσες σε ένα ξενοδοχείο αφού μου εξασφάλιζε ένα μικρό μισθό, αλλά και ένα κρεββάτι για να κοιμάμαι.
Κάποιο βράδυ βρέθηκα χωρίς να το θέλω σε μια διαδήλωση. Με συνέλαβαν και μάταια προσπαθούσα να τους αποδείξω ότι δεν έχω καμιά σχέση. Στο στρατοδικείο έφεραν και τον φάκελό μου. Άντε τώρα εγώ να αποδείξω ότι δεν έχω ιδέα από φακέλους. Και να οι φυλακές. Εμπειρίες τρομερές. Και ξανά δικαστήρια. Και πάλι οι φυλακές. Και πάει και η δουλειά του ξενοδοχείου. Στους δρόμους πάλι.
Πάνω στα στενά της Πλάκας βρέθηκα κάποιο πρωινό. Απέφευγα την πόλη. Είχα αρχίσει να την φοβάμαι. Κάπου είδα κόσμο μαζεμένο. Φοβήθηκα μη ξέροντας τι συμβαίνει. Ήταν η εποχή που ο φόβος κυριαρχούσε στις ψυχές των ανθρώπων. Άκουσα τη φωνή ενός πιτσιρικά που καλούσε τους φίλους του.
- Τρεχάτε ρεεεεε. Γυρίζουνε ταινία.
Ξεθάρεψα και πλησίασα. Έμεινα άφωνος σαν είδα πλάι στη μηχανή λήψεως τον Νίκο. Έκανε σαν τρελός μόλις με είδε.
- Τι κάνεις, πως είσαι με ρώτησε.
Και όταν του είπα τα χάλια μου, με αγκάλιασε και μείναμε έτσι για λίγη ώρα άφωνοι. Έβγαλε από την τσέπη του και μου έδωσε κάποια χρήματα λέγοντάς μου.
- Πήγαινε εδώ στη γωνιά στο ταβερνάκι, φάε κάτι μην πέσεις κάτω και σε χάσω και περίμενέ με. Τελειώνω σε κανένα μισάωρο.
Η συνάντησή μου αυτή με τον Νίκο ήταν καθοριστική για την συνέχεια της ζωής μου. Με έβαλε στον χώρο του κινηματογράφου και μου έδωσε την ευκαιρία να εργαστώ για κάποια χρόνια και να επιζήσω. Εκεί, σε ένα από τα γυρίσματα βρέθηκε η κοπέλα που με πήρε μαζί της στην ξενιτιά. Δεν γινόταν αλλιώς. Με πόνο άφησα την πατρίδα που λάτρευα και πήρα το δρόμο για τα ξένα.
-...Κι΄όχι τσιγκουνιά στη ζάχαρη, έτσι;
-…Και σε χοντρά φλυτζάνια, πειράζαμε τον Χοντρολαίμη, το ψευτογκαρσόνι του καφενέ.
Βλέπεις τα οικονομικά μας δεν μας επέτρεπαν περισσότερα. Δυο καφεδάκια για εφτά, οχτώ από μας, ήταν ότι έπρεπε. Μια δυο ρουφηξιές ο καθένας μας και ξάπλες.
Η αλήθεια είναι ότι ούτε ο κυρ-Βασίλης αλλά πιο πολύ ούτε ο Χοντρολαίμης μας έβλεπαν με καλό μάτι. Όμως ο μεν πρώτος μας ανεχόταν γιατί εκεί ήταν και το στέκι των πατεράδων μας, ο δε Χοντρολαίμης φοβόταν την σωματική του ακεραιότητα, αφού έβλεπε ανάμεσά μας τον Θεόφιλο, που στα δεκαοχτώ του χρόνια είχε περάσει τα δυο μέτρα και τον Ντίνο που κείνη την εποχή των οκάδων ξεπερνούσε τις εκατό. Κι έτσι δεν είχε καμιά αντίρρηση στις παραγγελίες μας, παρόλα τα μουρμουρητά του.
Εκεί λοιπόν στις καρέκλες του καφενέ του Θυνιάτη, μαζευόμαστε κάθε απόγεμα και αφήναμε τα όνειρά μας να απλωθούν ένα γύρω.
Ήταν πριν λίγες μέρες που αφήσαμε τα θρανία της τελευταίας τάξης του γυμνασίου και βρεθήκαμε να κοιτάζουμε το μέλλον μας κατάματα. Όμως ποιο μέλλον;
Πριν ένα χρόνο είχε τελειώσει ο Εμφύλιος. Ο ξενόφερτος αδελφοπόλεμος, που σώριασε πάνω στην πατρίδα μας ακόμα πιο πολλά ερείπια πάνω στους σωρούς που είχε αφήσει στο πέρασμά του ο Β! Παγκόσμιος πόλεμος.
Οι πιο πολλοί από μας είχαμε τους πατεράδες μας και άλλους συγγενείς σε φυλακές και εξορίες. Στη μικρή μας πόλη δεν υπήρχε ούτε ένα σπίτι που να μην του λείπει κάποιος. Κι εμείς προσπαθούσαμε να κοιτάξουμε μπροστά. Να δούμε κάτι. Να δούμε που θα προχωρήσουμε. Εκεί στο μικρό καφενεδάκι του κυρ - Θυνιάτη κάναμε όνειρα για το μέλλον.
- Μην δειλιάζετε ρε σεις. Μην τα βάζετε κάτω. Κάτι θα φέξει και για μας.
Λόγια παρηγοριάς από τον Νίκο, τον θαρραλέο της παρέας.
- Ώσπου να φέξει ρε συ θα τα΄χουμε τινάξει. Βλέπεις τι υπάρχει γύρω μας; ήταν τα λόγια που απαντούσε ο Ντίνος ο χοντρός.
- Εσύ δεν έχεις ανάγκη ρε, τον πείραζε ο Θεόφιλος ο ψηλός. Με το πάχος που διαθέτεις αντέχεις για λίγα χρόνια.
Κι΄ο Ντίνος ξεσπούσε σε φωνές σαν μας έβλεπε να γελάμε.
- Ρε σεις, έμπαινε στη μέση ο Αλέκος, ας κοιτάξουμε λίγο σοβαρά τα πράματα. Καταλαβαίνετε τι έχουμε να συναντήσουμε μπροστά μας μετά από τόσα που πέρασε τούτη η χώρα. Δεν βλέπω να μπορέσουμε να δούμε τα όνειρά μας, τα σχέδια μας, το μέλλον μας να γίνεται κάτι.
Κι΄ήτανε τότε που κάπως σοβαρευόμασταν και οι σκέψεις πικρές έμοιαζαν να κυλάνε στο μυαλό μας. Στ΄ αλήθεια σαν τι μπορούσαμε να κάνουμε όταν στα περισσότερα από τα σπίτια μας δεν υπήρχε ούτε φαΐ; Τι μπορούσαμε να περιμένουμε όταν οι πατεράδες και τα μεγαλύτερα αδέλφια των περισσότερων από μας βρίσκονταν στις φυλακές και στα ξερονήσια; Και τότε ήταν που για ώρες μέναμε αμίλητοι μοιάζοντας έτσι να μην έχουμε σε τούτη τη ζωή κανένα δικαίωμα.
Κάπως έτσι κυλούσαν τ΄απογέματα κείνο το καλοκαίρι, στις καρέκλες στον καφενέ του κυρ-Βασίλη του Θυνιάτη. Και μετά βόλτα στον κεντρικό δρόμο, με πειράγματα στα κοριτσόπουλα και μια ζωή στερήσεις.
Σαν έφτασε το φθινόπωρο, ο Νίκος χαρούμενος κάποιο απόγεμα μας έσκασε το μεγάλο νέο.
- Μάγκες φεύγω.
- Τι έγινε ρε, ακούστηκε μια κραυγή από όλους μας και πέσαμε πάνω του. Είδε κι΄έπαθε να ξεφύγει από τα χέρια μας,
- Ο πατέρας μου, κατάφερε ένα θειό μου, ξάδελφό του, να με πάρει στην Αθήνα, στη δουλειά του. Πουλάει ρούχα σ΄ένα μέρος που είναι παλιατζίδικα. Θα μου δίνει κάτι και θα μένω μέσα στο μαγαζί να κοιμάμαι.
Τον κοιτάζαμε όλοι με μια ζήλια και απορία ζωγραφισμένη στα πρόσωπά μας.
-Και τα όνειρά σου, τι γίνανε ρε φίλε; τον ρώτησε ο Πέτρος.
Ξέραμε πως όλη του τη ζωή έκανε όνειρα να σπουδάσει φωτογραφία, για να δουλέψει στον κινηματογράφο. Ώρες ατέλειωτες μας μιλούσε γι΄αυτή τη δουλειά κι΄έκανε σχέδια να φτάσει ψηλά.
- Τα όνειρά μου; μίλησε ψιθυριστά ο Νίκος κι΄έσκυψε το κεφάλι του.
Κάποιο πρωινό ο Νίκος έφυγε. Μέσα σε δυο σακούλια είχα κλείσει όλα τα όνειρά του και μας αποχαιρετούσε από το παράθυρο του τραίνου.
Στ΄ αλήθεια νοιώσαμε την παρέα μας να μικραίνει. Όμως έπρεπε όλοι μας κάποια στιγμή να ξεκινήσουμε.
Και τ΄απογέματα στο καφενείο του κυρ-Βασίλη έμοιαζαν πλέον να μας πνίγουν.
Κάπως έτσι σαν τον Νίκο αρχίσαμε ένας ένας να φεύγουμε. Ένας - δύο μπήκαν στη σχολή Εμποροπλοιάρχων. Όχι πως τους άρεσε το επάγγελμα, αλλά εξασφάλιζαν φαγητό, ρούχα και χαρτζιλίκι. Ο Θεόφιλος βρέθηκε στην Αυστραλία. Ο Τάσος έφυγε εργάτης στη Γερμανία. Η πατρίδα μας έπνιγε τα παιδιά της.
Κι΄ήρθε μια μέρα που είχα απομείνει μόνος στις καρέκλες του κυρ-Βασίλη. Κι΄ήταν τότε που ο Χοντρολαίμης, το ψευτογκαρσόνι, άρχισε να μου δείχνει κάποια συμπάθεια. Μάλιστα κάποια μέρα κατάλαβε πως δεν υπάρχει φράγκο στην τσέπη και με κέρασε έναν καφέ.
Και τότε πήρα την μεγάλη απόφαση. Πήρα το δρόμο της φυγής.
Βρέθηκα στη Αθήνα ψάχνοντας να βρω κάτι για να ξεκινήσω. Στην αρχή κουβαλούσα βαλίτσες σε ένα ξενοδοχείο αφού μου εξασφάλιζε ένα μικρό μισθό, αλλά και ένα κρεββάτι για να κοιμάμαι.
Κάποιο βράδυ βρέθηκα χωρίς να το θέλω σε μια διαδήλωση. Με συνέλαβαν και μάταια προσπαθούσα να τους αποδείξω ότι δεν έχω καμιά σχέση. Στο στρατοδικείο έφεραν και τον φάκελό μου. Άντε τώρα εγώ να αποδείξω ότι δεν έχω ιδέα από φακέλους. Και να οι φυλακές. Εμπειρίες τρομερές. Και ξανά δικαστήρια. Και πάλι οι φυλακές. Και πάει και η δουλειά του ξενοδοχείου. Στους δρόμους πάλι.
Πάνω στα στενά της Πλάκας βρέθηκα κάποιο πρωινό. Απέφευγα την πόλη. Είχα αρχίσει να την φοβάμαι. Κάπου είδα κόσμο μαζεμένο. Φοβήθηκα μη ξέροντας τι συμβαίνει. Ήταν η εποχή που ο φόβος κυριαρχούσε στις ψυχές των ανθρώπων. Άκουσα τη φωνή ενός πιτσιρικά που καλούσε τους φίλους του.
- Τρεχάτε ρεεεεε. Γυρίζουνε ταινία.
Ξεθάρεψα και πλησίασα. Έμεινα άφωνος σαν είδα πλάι στη μηχανή λήψεως τον Νίκο. Έκανε σαν τρελός μόλις με είδε.
- Τι κάνεις, πως είσαι με ρώτησε.
Και όταν του είπα τα χάλια μου, με αγκάλιασε και μείναμε έτσι για λίγη ώρα άφωνοι. Έβγαλε από την τσέπη του και μου έδωσε κάποια χρήματα λέγοντάς μου.
- Πήγαινε εδώ στη γωνιά στο ταβερνάκι, φάε κάτι μην πέσεις κάτω και σε χάσω και περίμενέ με. Τελειώνω σε κανένα μισάωρο.
Η συνάντησή μου αυτή με τον Νίκο ήταν καθοριστική για την συνέχεια της ζωής μου. Με έβαλε στον χώρο του κινηματογράφου και μου έδωσε την ευκαιρία να εργαστώ για κάποια χρόνια και να επιζήσω. Εκεί, σε ένα από τα γυρίσματα βρέθηκε η κοπέλα που με πήρε μαζί της στην ξενιτιά. Δεν γινόταν αλλιώς. Με πόνο άφησα την πατρίδα που λάτρευα και πήρα το δρόμο για τα ξένα.
Έχω την τιμή και την τεράστια χαρά σήμερα, να φιλοξενώ την ιστορία του Ντένη Κονταρίνη με την οποία συμμετέχει στις Ιστορίες του Καφενέ #3
Αντιμετωπίζει κάποια προβλήματα με το ιντερνετ, γιατί έχουν πληγεί από τον χιονιά στην Νέα Υόρκη και όπως μου είπε είναι όλη μέρα με ένα φτυάρι στο χέρι.
Δεν θα σας πω άλλα, θα σας αφήσω να την απολαύσετε και να συγκινηθείτε όπως συγκινήθηκα και εγώ.